- γρώνη
- η (Α)βλ. γρώνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρώνη — γρώνα sow fem nom/voc sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem nom/voc sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνῃ — γρώνα sow fem dat sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem dat sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνας — γρώνᾱς , γρώνα sow fem acc pl γρώνᾱς , γρώνα sow fem gen sg (doric aeolic) γρώνᾱς , γρώνη eaten out fem acc pl γρώνᾱς , γρώνη eaten out fem gen sg (doric aeolic) γρώνᾱς , γρῶνος eaten out fem acc pl γρώνᾱς , γρῶνος eaten out fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρνα — Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η (Μ γούρνα) 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος 2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. λεκάνη για πλύσιμο 2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου… … Dictionary of Greek
γρώνος — γρῶνος, η, ον (Α) 1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες 2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η α) κοιλότητα, γούρνα 2. σκαφίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< *γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω*, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
γρώναις — γρώνα sow fem dat pl γρώνη eaten out fem dat pl γρῶνος eaten out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνην — γρώνα sow fem acc sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem acc sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνης — γρώνα sow fem gen sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem gen sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνῃσι — γρώνα sow fem dat pl (epic ionic) γρώνη eaten out fem dat pl (epic ionic) γρῶνος eaten out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνῃσιν — γρώνα sow fem dat pl (epic ionic) γρώνη eaten out fem dat pl (epic ionic) γρῶνος eaten out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)